-
1 μεταδόρπιος
A in the middle of supper, during supper (as Eust. takes it, cf. μεταδήμιος, μεταίχμιος, μεταμάζιος), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194
.2 after supper, i. e. at one's wine,ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.Fr.124.2
; νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον (Adv.)ὥρην AP12.250
(Strat.); τὰ μ. dessert, Pl.Criti. 115c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταδόρπιος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский